Αθανάσιος Διάκος | |
---|---|
Αθανάσιος Διάκος πίνακας του Διονύσιου Τσόκου |
|
Γέννηση | 4 Ιανουαρίου 1788 Άνω Μουσουνίτσα, ή Αρτοτίνα |
Θάνατος | 24 Απριλίου 1821 (33 ετών) Λαμία |
Ενταφιασμός | Λαμία, Φθιώτιδα, Ελλάδα |
Ψευδώνυμο | Διάκος |
Υπηκοότητα | Ελληνική |
Βαθμός | Στρατηγός (μετά θάνατον) |
Μάχες/πόλεμοι | Πολιορκία της Λιβαδειάς Μάχη της Αλαμάνας |
Ο Ελληνικός Στρατός του απένειμε τιμητικά τον βαθμό του Στρατηγού.[5]
Πρώτα χρόνια
Αθανάσιος Διάκος. Λάδι σε χαρτόνι. Θεόφιλος
Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι του Προδρόμου στην Αρτοτίνα με τα στρατεύματά του και εντυπωσιάστηκε απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε. Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει κλέφτης. Κατά μια άλλη εκδοχή,[9] σε ένα γάμο στην Αρτοτίνα, όπου γλεντούσαν και πυροβολούσαν όπως συνηθιζόταν, είχε πάρει μέρος και ο Διάκος. Μια αδέσποτη σφαίρα βρήκε και σκότωσε τον γιό της Κοντογιάννενας, που ήταν από μεγάλο σόι της Κοσταρίτσας (ενός γειτονικού χωριού της Αρτοτίνας). Ο φόνος καταλογίστηκε από όλους, Χριστιανούς και Τούρκους, στον Διάκο και ας μην ήταν καθόλου βέβαιο πως εκείνος, άθελά του, ήταν ο φονιάς. Αναγκάστηκε έτσι να κρυφτεί στα περίχωρα γιατί τον αναζητούσαν τα τουρκικά αποσπάσματα. Αργότερα τον Δεκαπενταύγουστο, στο πανηγύρι της Παναγίας, ο Διάκος κατέβηκε στο χωριό. Οι Τούρκοι, που παραμόνευαν, τον συνέλαβαν μαζί με κάποιον Καφέτζο που κυνηγούσαν και τους οδήγησαν δεμένους στον Φεράτ-εφέντη, διοικητή του Λιδωρικίου, ο οποίος τους φυλάκισε. Ο Διάκος κατάφερε να αποδράσει μαζί με τον Καφέτζο και να φύγουν στα βουνά. Μαζί έφτασαν στο λημέρι του ξακουστού κλέφτη της Δωρίδας, Τσαμ Καλόγερος.
Κλέφτης και Αρματολός
Αρχικά κλέφτης υπό την εξουσία διαφόρων καπετάνιων της Ρούμελης, διακρίνεται σε διάφορες συγκρούσεις με τους Τούρκους. Ο Καπετάνιος Τσαμ Καλόγερος, σε μια συμπλοκή με τους Τούρκους, πληγώθηκε βαριά στο πόδι και θα έπεφτε στα χέρια τους αν ο Διάκος δεν έμενε να τον υπερασπιστεί. Με το σπαθί στο χέρι, τον σήκωσε και τον μετέφερε ως την Γραμμένη Οξυά, μια ψηλή ράχη, δύο ώρες από την Αρτοτίνα. Εκεί έφτασαν και οι άλλοι Κλέφτες και μπροστά τους είπε ο Τσαμ Καλόγερος: «Αν πεθάνω, αυτός πρέπει να γίνει καπετάνιος σας».Αργότερα οι Κλέφτες χωρίστηκαν σε μπουλούκια (μικρές ομάδες), κατατρεγμένοι από το κυνήγι των Τούρκων. Ένα μπουλούκι έγινε από τον Διάκο, τον Γούλα και τον Σκαλτσοδήμο. Εκείνο τον καιρό, έμαθε ο Διάκος ότι πέθαναν ο πατέρας του κι ένας από τους αδερφούς του, ο Απόστολος. Ο Διάκος είχε δύο αδερφούς, τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, που τον έλεγαν και Μασσαβέτα[10] και δύο αδερφές, την Καλομοίρα και την Σοφία. Ο πατέρας του με τον Απόστολο και τον Κωνσταντίνο, είχαν προτιμήσει την τσοπάνικη ζωή και τότε ήταν με τα κοπάδια τους στα χειμαδιά. Ένα Τούρκικο απόσπασμα που έφτασε στην καλύβα τους, συνέλαβε πατέρα και γιό επειδή βοήθησαν και πρόσφεραν φαγητό σε κλέφτες και τους πήγαν δεμένους στον Πατρατσίκι (Υπάτη). Ο Κωνσταντίνος δεν βρισκόταν εκεί και έτσι γλύτωσε. Οι άλλοι δύο όμως βρήκαν τον θάνατο στη φυλακή την ίδια νύχτα.Μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός ο Διάκος, ορκίστηκε να εκδικηθεί. Τουρκικό απόσπασμα δεν προλάβαινε να ξεμυτίσει και το αποδεκάτισε με τα παληκάρια του. Από τότε άρχισαν να αναζητούν και το αρματολίκι της περιοχής. Έτσι μια μέρα, οι κλέφτες, ορμώντας στα Μπαϊρια (θέση κοντά στην Αρτοτίνα), απήγαγαν την Κρουστάλλω, κόρη του Μπαμπαλή, κοτζαμπάση της Δωρίδας. Οι κλέφτες την πήγαν στην Καρυά, στο λημέρι τους. Ζήτησαν από τον Μπαμπαλή, αν θέλει το κορίτσι του, να πάει στο Λιδωρίκι και να ενεργήσει, ώστε να τους δώσουν οι Τούρκοι το αρματολίκι. Και το πέτυχαν.
Εκείνη την περίοδο ο Αλή πασάς, στα Γιάννενα, έκανε σχέδια εναντίον του Σουλτάνου και κάλεσε στην έδρα του όλους τους καπετάνιους, Αρβανίτες και Χριστιανούς. Ανάμεσα τους και τον Σκαλτσοδήμο (σαν αντιπρόσωπο των αρματολών του Λιδωρικίου). Εκείνος όμως έστειλε τον Διάκο στη θέση του. Ο Αθανάσιος Διάκος υπήρξε αρματολός για δύο χρόνια (1814-1816) στο στρατό του Αλή πασά τον ίδιο καιρό με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο.[11]
Όταν ο Ανδρούτσος έγινε καπετάνιος μιας μονάδας αρματολών στη Λιβαδειά, ο Διάκος ήταν για ένα χρόνο πρωτοπαλίκαρο του. Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα κλεφτών και όπως πολλοί άλλοι καπετάνιοι κλεφτών και αρματολών γίνεται μέλος της Φιλικής Εταιρίας.
Επανάσταση
Ο Α. Διάκος, πίνακας του Εσς, στη Στοά του Μονάχου
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες. Η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν τη γέφυρα του Γοργοποτάμου, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας, και ο Διάκος τη γέφυρα της Αλαμάνας.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στο Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε σοβαρά, ενώ βρήκαν ηρωικό θάνατο, μεταξύ των άλλων ανδρών, και ο επίσκοπος Σαλώνων Ησαΐας με τον αδερφό του Παπαγιάννη.[12] Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ' τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο Διάκος επέλεξε να μείνει και να παλέψει μαζί με 48 συμπολεμιστές του σε μία απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν.
Ο σοβαρά πληγωμένος στον δεξί ώμο ο Διάκος συνελήφθη από πέντε Τσάμηδες. Οι συναγωνιστές του Καλύβας και Βακογιάννης που όρμησαν ξιφήρεις να το σώσουν σκοτώθηκαν κοντά στον αρχηγό τους. Ο Διάκος μεταφέρθηκε από τους Τούρκους στην Λαμία μπροστά στον Ομέρ Βρυώνη, ο οποίος προσφέρθηκε να τον κάνει ανώτερο αξιωματικό στον οθωμανικό στρατό αν αλλαξοπιστούσε και ασπαζόταν το Ισλάμ. Ο Διάκος αρνήθηκε απαντώντας "Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω". Ο Ομέρ πασάς έδειξε συμπάθεια προς τον Διάκο, αλλά κάποιος Χαλήλ μπέης από την πόλη ικέτευσε για την άμεση και παραδειγματική θανάτωσή του. Έτσι την επόμενη μέρα ανασκολοπίστηκε.[13] Ο Διάκος αντιμετώπισε το μαρτυρικό του θάνατο με θάρρος. Μόνο ένα παράπονο βγήκε απ' τα χείλη του, προβλέποντας την ανάσταση του Ελληνισμού: "Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει, τώρα που ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζει η γης χορτάρι".[14] Κατά τον Φιλήμονα ο Διάκος στράφηκε προς τους Αλβανούς και είπε "Δεν βρίσκεται από σας κανένα παλληκάρι να με σκοτώσει με πιστόλα και να με γλυτώσει από τους Χαλδούπιδες!"[15]. Η φοβερή αυτή θανατική ποινή εκτελέστηκε στο Ζητούνι (Λαμία) στις 24 Απριλίου, την επομένη της μάχης στην Αλαμάνα. Μετά τον θάνατό του, οι Τούρκοι πέταξαν το λείψανό του σε κοντινό χαντάκι. Οι Χριστιανοί, όμως, βγήκαν κρυφά τη νύχτα και έθαψαν το σώμα του, στον χώρο που αρχίζει σήμερα η οδός Ησαϊα[16]. Ο χώρος της ταφής του είχε λησμονηθεί και ανακαλύφθηκε από τον αντισυνταγματάρχη Ρούβαλη, το 1881. Το 1886 έγινε το πρώτο μνημόσυνό του και τοποθετήθηκε η σημερινή προτομή. Η επιτροπή εκδουλεύσεων, προηγουμένως, τον αναγνώρισε ως ανώτατο αξιωματικό πρώτης τάξης και επεδίκασε μηνιαία σύνταξη στην αδερφή του ως τον θάνατό της, το 1873.[17]
Ο μαρτυρικός του θάνατος
Γέφυρα της Αλαμάνας και θάνατος του Αθανασίου Διάκου. Υδατογραφία σε χαρτόνι
Λαογραφία και τέχνη
Προτομή του Αθανάσιου Διάκου (έργο του Πέτρου Ρούμπου - 1937) στο Πεδίον του Άρεως.
Ο θρύλος του καταγράφηκε και σε δημοτικά τραγούδια όπως αυτό:
- "Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε
- Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε".
- Εκείνοι εφοβήθησαν κι εσκόρπισαν στους λόγκους.
- Έμειν΄ ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες,
- Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες,
- Σχίστηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια
- και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά εμβήκεν.
- Έκοψε Τούρκους άπειρους, κι εφτά Μπουλουκμπασήδες*,
- Πλην το σπαδί του έσπασεν απάν΄ από τη χούφταν.
- Κ΄ έπεσ΄ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
- Χίλιοι τον πήραν απ΄ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
- Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
- - "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, τη πίστι σου ν΄ αλλάξεις;
- Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν΄ αφήσεις":
- Κ΄ εκείνος τ΄ αποκρίθηκε και με θυμόν του λέγει:
- - "Πάτε κι εσείς κ΄ η πίστις σας μουρτάτες να χαθείτε.
- Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ΄ αποθάνω....
- Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες*,
- Μόνον πέντ΄ έξι ημερών ζωήν να μου χαρίστε.
- Όσον να φθάσ΄ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας"
- Σαν τ΄ άκουσ΄ ο Χαλήλμπεης* με δάκρυα φωνάζει:
- -"Χίλια πουγγιά σας δίνω ΄γω, κι ακόμα πεντακόσια,
- τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
- ότι θα σβύση τη Τουρκιά κι όλο το Δοβλέτι*".
- Τον Διάκο τότε πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν.
- Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε.
- "Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
- τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζ΄ η γη χορτάρι".
- Την πίστι τους, τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες
- "Εμέν΄ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη,
- Ας είν΄ καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν Νικήτας*.
- Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το Δοβλέτι."