Σκύβει ο Πατριάρχης για να ασπασθεί τον γέροντα.
Και κείνος, βάζει μετάνοια. Φιλά το χέρι του αρχιερέως.
Φιλά το χέρι που τον ευλογεί.
Δεν είναι κάποιος άσημος αυτός ο μοναχός, μα ο ίδιος έτσι νιώθει,
Γι αυτό και θέλει αμέσως να φύγει, να πάει να κρυφτεί και πάλι στο
περιθώριο, μακρυά από τα φώτα, σε μια σκιά, εκεί που κανείς δεν θα τον
ονομάζει «γέροντα, γέροντα».
Απλός μοναχός, ανάμεσα σε μοναχούς.
Παΐσιος το όνομά του........