Ήταν μια μόνη γυναίκα. Ο άντρας της είχε
πεθάνει χρόνια πριν. Το παιδί της στο εξωτερικό. Στην κρύα πολυκατοικία
που έμενε, κανείς δεν της είχε δώσει σημασία. Η ίδια το προτιμούσε
έτσι. Να είναι απαρατήρητη.
Ήρθαν και φέτος οι μέρες των γιορτών.
Αλλά παρόλο που ήταν μόνη της, αυτή αισθανόταν μια ευτυχία. Το βλέμμα
της απέπνεε μια γαλήνη, μια ηρεμία. Μια γλυκιά αίσθηση πως όλα θα πάνε
καλά.
Σηκώθηκε απ’ την κουνιστή καρέκλα (παλιό
δώρο του συζύγου της), άφησε στο πλάι το κομποσχοίνι της. Τα χείλη της
χαμογελαστά -όπως πάντα- συνέχιζαν να ψελλίζουν: “Κύριε Ιησού Χριστέ
ελέησέ με”…