Μάχη στο Μανιάκι
Μάχη στο Μανιάκι | |||
---|---|---|---|
Ελληνική Επανάσταση του 1821 | |||
Ευρωπαϊκή λιθογραφία με φανταστική απεικόνιση της μάχης στο Μανιάκι όπου ο Παπαφλέσσας χαρακτηρίζεται ως «νέος Λεωνίδας» |
|||
Χρονολογία | 20 Μαΐου 1825 | ||
Τόπος | Μανιάκι Μεσσηνίας | ||
Έκβαση | Νίκη των Αιγυπτίων | ||
Εμπλεκόμενες πλευρές | |||
|
|||
Ηγετικά πρόσωπα | |||
|
|||
Δυνάμεις | |||
|
|||
Απώλειες | |||
|
Τα γεγονότα μέχρι τη μάχη
Στις αρχές του 1825 η Ελληνική Επανάσταση διέτρεχε μεγάλο κίνδυνο, όχι μόνο από τον Ιμπραήμ, αλλά και εξαιτίας του εμφύλιου σπαραγμού. Ο Aιγύπτιος πολέμαρχος, μετά την κατάληψη του Νεόκαστρου (κάστρου της Πύλου), γρήγορα έγινε κυρίαρχος σχεδόν όλης της Μεσσηνίας και ετοιμαζόταν να βαδίσει κατά της Τριπολιτσάς, διοικητικού κέντρου της Οθωμανικής Πελοποννήσου, που κατείχαν οι Έλληνες από το 1822.Στις απελευθερωμένες περιοχές κυβερνούσε το «Εκτελεστικό» υπό τον Γεώργιο Κουντουριώτη, ενώ οι αρκετοί οπλαρχηγοί (Κολοκοτρώνης, Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης κ.ά.) βρίσκονταν στις φυλακές, θύματα της εμφύλιας διαμάχης. Ο Γρηγόριος Δικαίος (Παπαφλέσσας), που ασκούσε καθήκοντα Υπουργού Στρατιωτικών, διείδε τον κίνδυνο που διέτρεχε η Επανάσταση. Έτσι, απελπισμένος, και σε μια προσπάθεια να αφυπνίσει τους Έλληνες, αναγκάστηκε να εκστρατεύσει ο ίδιος: αφού διορίστηκε από το Εκτελεστικό Σώμα στις 27 Απριλίου 1825, αναχώρησε από το Ναύπλιο και περιήλθε από την επόμενη μέρα την κεντρική και νοτιοδυτική Πελοπόννησο με σκοπό τη στρατολόγηση ανδρών. Φτάνοντας στην Τριπολιτσά, συνάντησε σύγχυση και απροθυμία των στρατιωτών στη συγκρότηση στρατεύματος για την αντιμετώπιση του Ιμπραήμ. Τότε, παρότι πολιτικός φίλος του Κουντουριώτη και αντίπαλος του Κολοκοτρώνη, εισηγήθηκε την απελευθέρωση του δεύτερου καθώς και των άλλων αγωνιστών που κρατούνταν στην Ύδρα.[4] Στη συνέχεια πήγε στο Λεοντάρι της Αρκαδίας, όπου συγκέντρωσε περί τους 1.500 άνδρες (ή κατ' άλλους 1.200[1]), οι οποίοι διέθεταν θάρρος αλλά δεν ήταν ιδαίτερα αξιόμαχοι[3] και κατόπιν οχύρωσε το ορεινό χωριό Μανιάκι της δυτικής Μεσσηνίας, το οποίο βρισκόταν σε δύσβατη τοποθεσία.
Εν τω μεταξύ το Εκτελεστικό υπέκυψε στην πίεση της κοινής γνώμης και αμνήστευσε τους Κολοκοτρώνη και Μαυρομιχάλη στις 17 Μαΐου 1825, αναθέτοντάς τους την αρχηγία του στρατοπέδου κοντά στο Νεόκαστρο.[2]
Οι Έλληνες δεν είχαν σαφείς πληροφορίες για τη θέση των Αιγυπτίων. Αντίθετα, ο Ιμπραήμ με τις υπηρεσίες πληροφοριών που διέθετε εντόπισε εύκολα τις θέσεις των ανδρών του Παπαφλέσσα και, επιπροσθέτως, τους προκάλεσε σύγχυση διασπείροντας αντιφατικές ειδήσεις. Έτσι κινήθηκε εναντίον τους με 3.000 πεζούς και ιππείς χωρίς η δύναμη του Παπαφλέσσα να έχει προλάβει να οχυρωθεί καλά στα πρόχειρα προχώματα (ταμπούρια).[2] Κάποιοι από τους οπλαρχηγούς του πρότειναν να δώσουν αλλού τη μάχη, επειδή η περιοχή ήταν ακατάλληλη και τα ταμπούρια που είχαν κατασκευάσει θα ήταν εύκολη υπόθεση για το αιγυπτιακό ιππικό. Ο Παπαφλέσσας όμως επέμεινε να δώσει τη μάχη στο Μανιάκι, υπολογίζοντας στις ενισχύσεις που περίμενε.[1]
Η μάχη
Στις 19 Μαΐου, φάνηκαν τα αιγυπτιακά στρατεύματα κατευθυνόμενα από το Ναυαρίνο προς την Αρκαδιά (Κυπαρρισία). Στη θέα του στρατού του Ιμπραήμ, περί τους 1.000 από τους Έλληνες καταλήφθηκαν από φόβο και αφήνοντας κρυφά τις θέσεις τους, διασκορπίστηκαν στις γύρω περιοχές.[2] «Είχε μαυρίσει ο κάμπος από τον πολύν στρατόν» γράφει χαρακτηριστικά ο Φωτάκος[5]. Έτσι η ελληνική δύναμη δεν αριθμούσε πια πάνω από 500 (ή κατά άλλους 300 ή 600[1]) πολεμιστές. Η παραμονή του Παπαφλέσσα και των λιγοστών συντρόφων του στο Μανιάκι ήταν βέβαια ηρωϊκή πράξη, ταυτόχρονα όμως συνιστούσε στρατηγικό σφάλμα και ανώφελη θυσία[2].Η μάχη άρχισε το πρωί της 20ης Μαΐου 1825 και κράτησε περίπου οκτώ ώρες. Για τους πεπειραμένους Αιγύπτιους και τους Γάλλους αξιωματικούς τους δεν ήταν δύσκολο να κάμψουν την αντίσταση των λιγοστών Ελλήνων, παρότι οι τελευταίοι πολέμησαν με υπέρμετρη γενναιότητα[1]. Αφού τους κύκλωσαν, εισέβαλαν μετά από διαδοχικές επιθέσεις στα ταμπούρια τους και τους σκότωσαν σχεδόν όλους, ανάμεσά τους και τον Παπαφλέσσα του οποίου το σώμα και το κεφάλι βρέθηκαν σε διαφορετικά σημεία[2].
Ήταν μια άνιση μάχη από όλες τις πλευρές και έφερε στη μνήμη πολλών τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη θυσία των 300 του Λεωνίδα[εκκρεμεί παραπομπή]. Οι ενισχύσεις που περίμενε ο Παπαφλέσσας δεν έφθασαν ποτέ. Οι 1.300 άνδρες του Δημήτρη Πλαπούτα έρριξαν από μακριά μερικές τουφεκιές για να δώσουν θάρρος στον Παπαφλέσσα, ενώ ο αδελφός του Παπαφλέσσα, Νικήτας Φλέσσας, με 700 άνδρες και ο Ηλίας Κατσάκος με άλλους 1.000 αγωνιστές δεν εμφανίστηκαν καθόλου.[1]
Ακόμη και έπειτα από πολλά χρόνια, βρίσκονταν στον τόπο της μάχης τα σχισμένα από τις σπαθιές κρανία των νεκρών, Ελλήνων και Αιγυπτίων[2].
Σύμφωνα με την παράδοση, που αναφέρουν και ορισμένοι ιστορικοί της Επανάστασης, μετά το τέλος της μάχης ο Ιμπραήμ ζήτησε από τους στρατιώτες του να αναζητήσουν και να βρουν το νεκρό σώμα του Παπαφλέσσα. Όταν εκείνοι το βρήκαν, τους διέταξε να τοποθετήσουν πάνω στο ακέφαλο πτώμα το κεφάλι και να τον στήσουν σε μια βελανιδιά που βρισκόταν εκεί. Τότε ο Ιμπραήμ θαύμασε το επιβλητικό παράστημα του νεκρού Παπαφλέσσα. Κατά μία λαϊκή αφήγηση, τον φίλησε στο μέτωπο σε ένδειξη αναγνώρισης της γενναιότητας και του ανιδιοτελούς θάρρους του.[1]
Μετά τη νίκη του στο Μανιάκι, ο Ιμπραήμ προχώρησε και κατέλαβε την Αρκαδιά. Στη συνέχεια ολοκλήρωσε την κατάληψη της Μεσσηνίας με την πυρπόληση της Καλαμάτας και, νικώντας αποφασιστικά τον Κολοκοτρώνη στη μάχη της Τραμπάλας, μπόρεσε να εισβάλλει στην καρδιά της Πελοποννήσου και να καταλάβει την Τριπολιτσά.[6].