Ετικέτες

Σάββατο 1 Ιουλίου 2017

Σαν σήμερα γεννήθηκε πριν από 149 χρόνια ο αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄.


Χρυσόστομος Α΄
Αρχιεπίσκοπος Αθηνών
Chrysostomos I of Athens.jpg
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄
Από 23 Φεβρουαρίου 1923
Έως 22 Οκτωβρίου 1938
Προκάτοχος Θεόκλητος Α΄
Διάδοχος Χρύσανθος
Προσωπικά στοιχεία
Γέννηση 1 Ιουλίου 1868
Μάδυτος
Θάνατος 22 Οκτωβρίου 1938 (70 ετών)
Αθήνα
Εθνικότητα Ελληνική
Σπουδές Μεγάλη του Γένους Σχολή, Ευαγγελική Σχολή Σμύρνης, Θεολογική Σχολή Αθηνών
Δόγμα Χριστιανός Ορθόδοξος
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Α΄, κατά κόσμον Χρυσόστομος Παπαδόπουλος (18681938) ήταν Έλληνας θεολόγος, ιεράρχης και καθηγητής πανεπιστημίου.


Βιογραφικά στοιχεία

Ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος γεννήθηκε την 1η Ιουλίου 1868 στη Μάδυτο της Ανατολικής Θράκης. Ξεκίνησε την ιερατική του σταδιοδρομία σπουδάζοντας στην Μεγάλη του Γένους Σχολή και την Ιωακείμειο Ιερατική Σχολή της Κωνσταντινούπολης (1884-1887). Κατόπιν συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή του Σταυρού στην Ιερουσαλήμ (1887-1888), στην Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης (1888-1889), στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1889-1891) καθώς και υπό την προστασία της Βασίλισσας Όλγας στις θεολογικές ακαδημίες του Κιέβου (1891-1893) και της Αγίας Πετρούπολης (1893-1895), όπου και αναγορεύτηκε διδάκτορας.[1][2][3]
Διετέλεσε καθηγητής στη Θεολογική Σχολή του Σταυρού Ιεροσολύμων (1895), μετά την υποβολή διατριβής για τα συγγράμματα του Αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου αρνούμενος θέση στη Θεολογική Ακαδημία της Αγίας Πετρούπολης. Μετά από τέσσερα χρόνια και για μια δεκαετία υπήρξε διευθυντής της σχολής μέχρι που αυτή διαλύθηκε. Ακόμη, υπήρξε προϊστάμενος του Ιερού Ναού της Ευαγγελίστριας στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και διευθυντής στη Ριζάρειο Εκκλησιαστική Σχολή της Αθήνας (1911). Λόγω του εξαιρετικού συγγραφικού του έργου στην Αλεξάνδρεια του απονεμήθηκε ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα από τη Θεολογική Σχολή Αθηνών. Επιπλέον, εξελέγη καθηγητής της εκκλησιαστικής ιστορίας στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1914–1923)[4] στη θέση του Αναστάσιου Διομήδη Κυριακού και οποίας διετέλεσε κοσμήτορας της το ακαδημαϊκό έτος 1915–1916.[5] Το 1900 χειροτονήθηκε διάκονος και λίγο αργότερα πρεσβύτερος.[1][3]
Το 1917 όρκισε ως αρχιμανδρίτης την Κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου επειδή ο Βενιζέλος αρνήθηκε να ορκιστεί από τον Αρχιεπίσκοπο Θεόκλητο Α΄.[6] Μετά την καθαίρεση του τελευταίου τέθηκε θέμα πλήρωσης της θέσης της Μητρόπολης Αθηνών. Από τον Ιούνιο του 1917 άρχισαν να διαδίδονται φήμες για τους επικρατέστερους υποψηφίους, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Παπαδόπουλος. Από τα μέλη της διορισμένης από την κυβέρνηση Βενιζέλου Συνόδου, είχε προταθεί ως υποψήφιος και ο Παπαδόπουλος, ανάμεσα σε τρεις. Τελικά αν και πλειοψήφισε στην εκλογή, τελικά επελέγη από την κυβέρνηση ο Μελέτιος Μεταξάκης.[7]

Αρχιεπίσκοπος

Στις 23 Φεβρουαρίου 1923, εξελέγη Αρχιεπίσκοπος Αθηνών[3], θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τον θάνατό του (1938). Το 1926 διορίσθηκε μέλος της νεοσύστατης Ακαδημίας Αθηνών.[8]
Ένα από τα θέματα που αντιμετώπισε ο Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Α΄ ήταν η αλλαγή του ημερολογίου από το ιουλιανό (παλαιό) στο αναθεωρημένο ιουλιανό. Πριν εκλεγεί Αρχιεπίσκοπος, είχε ταχθεί υπέρ της πλήρους αλλαγής συμπεριλαμβανομένης και της αλλαγής για τον υπολογισμό του Πάσχα. Αργότερα, με την ανάδειξή του στον αρχιεπισκοπικό θρόνο, τάχθηκε υπέρ της αλλαγής του ημερολογίου «κατά τοιούτον τρόπον [ώστε] αι ημερομηνίαι του εκκλησιαστικού ημερολογίου [να] συνταυτισθώσι προς τας του πολιτικού, χωρίς να μεταβληθή το της Ορθοδόξου Εκκλησίας Πασχάλιον και εορτολόγιον».[9]
Επίσης, επί των ημερών του Αρχιεπισκόπου Χρυσόστομου (1928), η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος και η Πατριαρχική Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου ενέκριναν την επέκταση των διοικητικών δικαιωμάτων της Εκκλησίας της Ελλάδος στις «Νέες Χώρες», δηλαδή στα εδάφη που προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.[10]
Απεβίωσε στην Αθήνα στις 22 Οκτωβρίου 1938[11] μετά από βαριά ασθένεια.[1]

Έργο

Έγραψε περίπου 500 θεολογικά έργα κυρίως για τις Εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης. Εξέδωσε το πρώτο του έργο σχετικά με την πατρίδα του τη Μάδυτο, όταν ήταν φοιτητής στην Αθήνα του 1890, ενώ όταν ήταν στην Ρωσία διετέλεσε ανταποκριτής εφημερίδων της Κωνσταντινούπολης, από όπου εξασφάλιζε τα απαραίτητα έξοδα για τις σπουδές του. Κατά την διάρκεια της παρουσίας του στην Ιερουσαλήμ, δημοσίευε εκκλησιαστικές και ιστορικές μελέτες στο περιοδικό «Νέα Σιών» το οποίο εξέδωσε ο ίδιος. Τα κυριότερα έργα του ήταν οι μονογραφίες του Αρχιεπισκόπου Αλεξανδρείας Διονυσίου του Μεγάλου, του Αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας και της Ιστορίας της Εκκλησίας της Αλεξανδρείας, η μονογραφία της Μονής του Σταυρού και της Σχολής του, η «Εκκλησία Ιεροσολύμων κατά τους τέσσαρας τελευταίους αιώνας», η «Ιστορία της Εκκλησίας Ιεροσολύμων». Έγραψε ακόμη διατριβές για διάφορες εκκλησίες της Ανατολικής Ευρώπης και για διάφορα θεολογικά έργα συγγραφέων από άλλες χώρες. Μετά την εκλογή του ως αρχιεπισκόπου, ίδρυσε τα περιοδικά «Θεολογία» και «Εκκλησία». Έγραψε ακόμη σχετικά με τη λογοτεχνία συγγράφοντας μελέτη για το έργο «Ο ιερεύς του χωριού» του νορβηγού ποιητή Μπιόρνσον καθώς και δίτομο έργο για τον Απόστολο Μακράκη, τομ Απολλινάριο, τον Θεόδωρο Στουδίτη καθώς και άλλα πολλά. Πολλά από τα έργα του μεταφράστηκαν στα αγγλικά, τα ρουμανικά, τα σερβικά και τα σουηδικά. Πραγματοποιούσε ομιλίες και ανακοινώσεις στην Ακαδημία Αθηνών, σε θρησκευτικούς συλλόγους και σε κοινωφελή σωματεία, ενώ έγραφε και άρθρα σε εφημερίδες. Μιλούσε σλαβικές γλώσσες, ρωσικά, γερμανικά γαλλικά και αγγλικά.[1]