ΟΜΙΛΙΑ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΑΤΡΩΝ κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΓΡΗΓΟΡΙΟ ΤΟΝ Ε’.
ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΠΑΝΤΑΝΑΣΣΗΣ ΠΑΤΡΩΝ
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ
Σήμερα ποὺ ἡ Ἑλλάδα διέρχεται τὴν
μεγαλύτερη ἴσως πνευματικὴ κρίση ὅλων τῶν ἐποχῶν καί ποὺ τὰ ἐθνικὰ θέματα εὑρίσκονται
σὲ δύσκολη καμπή,
Σήμερα, πού οἱ ἱστορικὲς ἀλήθειες
μπαίνουν σὲ δεύτερη μοίρα ἢ κλειδώνονται μέσα στὸ χρονοντούλαπο ὡς ἀναχρονιστικές,
ἢ τὸ χειρότερο ἀλλοιώνονται καὶ παραχαράσσονται μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραπληροφοροῦνται
τὰ παιδιά μας περὶ τῶν μεγάλων γεγονότων τὰ ὁποῖα σχέσιν ἔχουν μὲ τὴν πορεία καὶ
τὴν ἐλευθερία τοῦ Γένους μας καὶ νὰ δημιουργοῦνται ἒτσι ἀμβλημένες συνειδήσεις
ποὺ στὸ τέλος ἐνεργοῦν εἰς βάρος τῶν πνευματικῶν καὶ ἐθνικῶν μας συμφερόντων,
Σήμερα σὲ μιά χώρα ποὺ ἔχει χάσει
τὸν ἠθικὸ καὶ πνευματικὸ της προσανατολισμό,
Στεκόμαστε ἐκστατικοὶ μπροστὰ στὴ
μνήμη τοῦ Ἐθνοϊερομάρτυρος Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Ε΄, τοῦ γόνου τῆς ἡρωοτόκου Δημητσάνης,
τοῦ υἱοῦ τοῦ Ἰωάννου Ἀγγελόπουλου καὶ τῆς γυναίκας του Ἀσημίνας.
Γονατίζομε μπροστὰ στοὺς ἀγῶνες
τοῦ μεγάλου Ἐθνάρχου καὶ πνευματικοῦ ἡγέτου τῆς δουλωμένης Ρωμηοσύνης, ὁ ὁποῖος
ἀπὸ μικρὸ παιδὶ ὁραματιζόταν νὰ μεγαλώσῃ καὶ νὰ λευτερώσῃ τὴν Πατρίδα. (Παππού,
ἒλεγε στόν παππού του τόν Παπά, «ὃταν μεγαλώσω θέλω νά γίνῳ Βασιλιάς
καί νά λευτερώσω τήν Ἑλλάδα»).
Μακαρίζομε τὸν πατέρα καὶ
διδάσκαλο τοῦ Γένους μας, ποὺ σὲ χρόνια δίσεκτα σήκωσε τὸν βαρὺ σταυρὸ τῆς
μαρτυρικῆς πορείας, μιᾶς χώρας, ἡ ὁποία στέναζε κάτω ἀπό τό πέλμα τοῦ Τούρκου
κατακτητοῦ, τῆς μάνας τῆς μεγαλόψυχης στὸν πόνο καὶ στὸ δάκρυ, τῆς Ἑλλάδος,
δηλαδή καὶ κράτησε στοὺς ὤμους του, τῆς Ρωμηοσύνης τοὺς καημοὺς καὶ τούς ἀλαλήτους
στεναγμούς.
Ὑποκλινόμεθα, ἐνώπιον τῆς
λάρνακος τοῦ γιγαντόψυχου Πατριάρχη, ὁ ὁποῖος ὅταν τοῦ προσφέρθηκε ἡ δυνατότητα
καὶ ἡ εὐκαιρία νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν Κωνσταντινούπολη γιὰ νὰ σώσῃ τὸ κεφάλι του, ἀρνήθηκε.
Ὁ Κωνσταντῖνος Οἰκονόμος, ὁ ἐξ Οἰκονόμων
στόν ἐπιτάφιο λόγο του στόν Πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε’ ἀναφέρει, ὃτι ἀνήμερα τῶν
Βαΐων, φίλοι του τόν παρακαλοῦσαν ὡς καί πρέσβεις ξένων χωρῶν νά φύγῃ γιά νά
σωθῇ. Ὁ Πατριάρχης, κατά τόν, ὡς εἲρηται, ρήτορα ἀπαντᾶ ὡς ἐξῆς:
«Μή με παρακινεῖτε εἰς φυγήν. Ἣ
ὣρα τῆς φυγῆς μου θά ἦταν ἀρχή σφαγῆς, ὣρα σπαθιοῦ εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν
καί τήν ἂλλην χριστιανοσύνην. Εὒμορφο πράγμα θέλετε νά κάμω,
μεταμορφωμένος μέ καμμιά προβιά εἰς τήν πλάτην, νά φεύγω εἰς τά καράβια,
καί ἠσφαλισμένος εἰς πρεσβείαν φιλικήν νά ἀκούω εἰς τούς δρόμους τά ὀρφανά τοῦ Ἒθνους
μου νά σπαράττουν εἰς τά χέρια τοῦ δημίου. Εἶμαι Πατριάρχης, διά νά σώσω τόν
Λαόν μου, ὂχι νά τόν ρίψω εἰς τά μαχαίρια τῆς γενιτσαριᾶς. Ὁ θάνατός μου ἲσως
χρησιμεύση περισσότερον παρ’ ὃ,τι ἠδυνάμην ποτέ νά φαντασθῶ πώς θά ὠφελήση ἡ
ζωή μου. Οἱ ξένοι βασιλεῖς θά ταραχθοῦν εἰς τήν ἀδικία τοῦ θανάτου μου, δέν θά ἰδοῦν
ἲσως μέ ἀδιαφορίαν ὑβριζομένη τήν πίστιν τους εἰς τό πρόσωπόν μου καί ὃπου εἶναι
ἂνδρες ἀρμάτων Ἓλληνες θά πολεμήσουν...»
Κατασπαζόμεθα τὰ Λείψανα τοῦ
δοξασμένου ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τιμημένου ἀπό τοὺς ἀγγέλους Πρωθιεράρχου, ποὺ
φυλακίστηκε καὶ κακοποιήθηκε βάναυσα, ποὺ κρεμάστηκε ὡς ἐθελόθυτος ἀμνὸς γιὰ τὸν
Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τοὺς ἀπίστους ἀγαρηνοὺς στὴν κεντρικὴ πύλη τῶν
Πατριαρχείων, ἀνήμερα τὸ Πάσχα στίς 10 Ἀπριλίου 1821 καὶ ἡ ὁποία πύλη,
παραμένει κλειστὴ μέχρι καὶ σήμερα.
Ραίνομε μὲ δάκρυα τό ἅγιο
Λείψανό του, ποὺ σύρθηκε στοὺς δρόμους τῆς σκλάβας Πόλης, ἀπὸ τοὺς ἀπίστους Ἑβραίους
καὶ πετάχτηκε στὸ Βόσπορο, μὲ δεμένη βαρειὰ πέτρα στὸ λαιμὸ γιὰ νὰ ἐξαφανιστῇ
στὸ μαῦρο τῆς θάλασσας βυθό.
Προσφέρομε ἄνθη εὐώδη, ἀπὸ τὴν
ἐλεύθερη Ἑλληνικὴ γῆ, ποτισμένα μὲ τὸ δικό του αἷμα, στὸ ἁγιασμένο
σκήνωμά του, ποὺ ὁ Θεὸς οἰκονόμησε νὰ βγῇ στὴν ἐπιφάνεια τῆς θαλάσσης καὶ νὰ
μεταφερθῇ σὲ χώρα Ὀρθόδοξη, στή Ρωσία, γιὰ νὰ ταφῇ μὲ βασιλικὲς τιμές, στήν
πόλη τῆς Ὀδησσοῦ, ὅπως ἄξιζε στὸν πνευματικὸ ἡγέτη τῆς Πανορθοδοξίας.
Ὕμνους ὑφαίνομε στὸν ἔνδοξο
μαρτυρικὸ οἰακοστρόφο, τοῦ ὁποίου ὁ ἀνδριάντας, πού ἔστησαν οἱ πανέλληνες
μπροστὰ στὸ Πανεπιστήμιο τῶν Ἀθηνῶν, στέκεται ἀδιάψευστος μάρτυρας τῆς θυσίας
του, ἀλλὰ καὶ τῆς τιμῆς τοῦ Ἔθνους στὸ ἅγιο, στὸ πάνσεπτο, στὸ ἔνδοξο καὶ
λαμπροφεγγές πρόσωπό του.
Σήμερα, κατὰ χρέος
πράττοντες, οἱ ἀπόγονοι τῶν Δημητσανιτῶν καὶ τῶν Γορτυνίων, οἱ ἐν τῇ πόλει τοῦ
Πρωτοκλήτου παροικοῦντες, μὲ ἐπικεφαλῆς τὸν Ἐπίσκοπο τῆς μαρτυρικῆς καὶ Ἀποστολικῆς
Ἐκκλησίας τῶν Πατρῶν, τιμοῦν τὸν δικὸ τους Πατριάρχη, τὸ κλέος καὶ σέμνωμα τῆς
Δημητσάνης καὶ τῆς Ἀρκαδίας, τῆς Ἑλλάδος ἁπάσης καὶ τῆς ὑπ’ οὐρανὸν Ὀρθοδοξίας
καὶ λαμπράν ἄγουν ἑορτὴν καὶ δοξολογίαν ἀναπέμπουν πρὸς τὸν πανοικτίρμονα Θεόν,
διότι τοιαύτης τιμῆς καὶ χάριτος ἠξίωσε τὸν ἔνδοξον τῆς γῆς των βλαστόν, τὸν ἀοίδιμον
καὶ τρισμακάριον, τὸν κλεινὸν Γρηγόριον. Ἀπό καρδίας τούς συγχαίρομε καί τούς ἐπαινοῦμε.
Νοερῶς διερχόμεθα τὰ κατὰ τὸν
βίον καὶ τὰς βασάνους, τὰ κατὰ τοὺς πόνους καὶ τὰς ὀδύνας καί τά δεσμά καί τάς
θλίψεις, τὰ κατὰ τὰς ὁλονυκτίους δεήσεις καὶ τὰς ἐξορίας, τὰ κατὰ τὴν ἀγχόνη καὶ
τὴν ἔνδοξον ταφὴν καὶ μὲ τοὺς τῆς διανοίας ὀφθαλμοὺς ὀρῶμεν τὴν
λαμπροτάτην παράταξιν κατὰ τὸ ἔτος 1871, ἡ ὁποία ὑποδέχεται τὸ ἅγιον τοῦ
Πατριάρχου Λείψανον στὸν Πειραιᾶ καὶ στὴν Ἀθήνα, ὅπου σύσσωμος ὁ Λαὸς
γονυκλινής καί ἒνδακρυς, εὐγνωμονεῖ τὸν μαρτυρικὸ Πατριάρχη τοῦ Γένους.
Ἰδού ὁ ἐκ τῆς περιωνύμου πόλεως τῶν
Πατρῶν ἓλκων τήν καταγωγήν, Μητροπολίτης Ἀθηνῶν Θεόφιλος ὁ Βλαχοπαπαδόπουλος, ἐνδεδυμένος
ἃπασαν τήν ἀρχιερατική στολή ὑποδέχεται τόν ἣρωα καί μάρτυρα Ἱεράρχη καί ἒνδακρυς
τόν χαιρετίζει, ἐνῶ ὁ λόγος τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καί Πανεπιστημιακοῦ Καθηγητοῦ,
Νικηφόρου Καλογερᾶ, τοῦ μετέπειτα Ἀρχιερέως τῶν Πατρῶν, (τυχαῖον ἆραγε;)
συγκλονιστικός ἀκούεται:
«... Ὑποδεχόμεθα ἢδη τό ἱερώτατον
τῶν ὑπέρ τῆς ἐλευθερίας ἡμῶν ὁλοκαυτωμάτων καί τόν πρῶτον καί προσφιλέστατον τῶν
μαρτύρων, τόν τότε ἀρχηγόν τοῦ Ἒθνους καί τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, τόν Οἰκουμενικόν
Πατριάρχην Γρηγόριον. Ὡς εὖ παρέστης ἡμῖν, Παναγιώτατε Οἰκουμενικέ Πατριάρχα. Ἒχομεν
ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν τόν Πατριάρχην, φέροντα ὡς παράσημον λαμπρόν τόν ἀμαράντινον
τοῦ μαρτυρίου στέφανον, ὃν ποικιλανθῶς πλέξασα καί ρεῖθρα ἐκβαλοῦσα δακρύων
χερσίν ἁγνοτάταις ἐπέθηκεν ἐπί τῆς σεβασμίας αὐτοῦ κεφαλῆς ἡ πότνια καί τλήμων Ἑλλάς
ὡς ἀνεξίτηλον σημεῖον εὐγνωμοσύνης...»
Ἀλλὰ καὶ πνευματικῶς παριστάμεθα ἕνα
ἔτος ἀργότερα, τὸ 1872 δηλαδή στὰ προπύλαια τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, ὅπου ὁ
ποιητὴς Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης, γίνεται τὸ στόμα ἑνὸς ὁλόκληρου Λαοῦ καὶ ἐκφράζοντας
τὴν ψυχὴ τῶν πανελλήνων, ἀπευθύνει στίχους ποιητικοὺς μὲ συγκλονιστικὰ μηνύματα
στὸν Πατριάρχη:
Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;.
Ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,
τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;...
Γιατί στὸ μέτωπό σου
Νὰ μῇ φυτρώνουν, γέροντα,
τόσαις χρυσαῖς ἀχτίδαις
Ὄσες μᾶς δίδ' ἡ ὄψη σου
παρηγοριαῖς κ' ἐλπίδαις;...
Τώρα σὲ βλέπει γίγαντα,
πατέρα ἡ θάλασσά σου.
Τὸ λειψανό σου τὸ φτωχὸ τὸ
ποδοπατημένο,
Τ’ ἀνάστησε ἡ ἀγάπη μας καὶ
δὲς μαρμαρωμένο.
Θὰ στέκη ὁλόρθο, ἀκλόνητο
καὶ αἰώνια θὲ νὰ ζήση,
Νὰ’ ναι φοβέρα ἀδιάκοπη, σ’
ἀνατολὴ καὶ δύση.
Τὸ καταπληκτικό αὐτὸ καὶ ἀνεπανάληπτο
ποίημα, τὸ γιομάτο οἶστρο πατριωτικό, εἶναι λιβάνι εὐωδιαστό καί εὐγνωμοσύνης
ξεχείλισμα πρὸς τὸν ἡρωϊκὸ Πατριάρχη. Οἱ στίχοι αὐτοὶ ποὺ θίγουν τίς πλέον εὐαίσθητες
χορδὲς τῆς καρδιᾶς μας, ἀποτελοῦν ἔλεγχο γιά τοὺς σημερινοὺς ἀμφισβητίες τῶν ἡρωϊκῶν
ἀγώνων καὶ τῆς θυσίας τοῦ μεγάλου Πατριάρχου.
Στὸ ἴδιο ποίημα παρουσιάζεται ἡ ὀργὴ
τοῦ Γένους γιὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ τοῦ πνευματικοῦ του Ἡγέτου, ποὺ μέσα ἀπὸ μιά ἔκφραση
βαθειᾶς ὀδύνης, ὡς φωνὴ ὑδάτων πολλῶν, καλεῖ σὲ σκληρὸ ἀγῶνα γιὰ τὴν ἐλευθερία
στὸ ὄνομα τοῦ Πατριάρχη.
Καὶ μὲ φωνὴ ποὺ ξέσχιζε σκληρὰ
τὰ σωθικά του,
ἐφώναξε καὶ μούγκριζε. Χτυπᾶτε
πολεμάρχοι,
μὴ λησμονεῖτε τὸ σχοινὶ παιδιὰ
τοῦ Πατριάρχη.
Πρὸς ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι
κατὰ καιροὺς ὑψώνουν θρασυτάτην τὴν κεφαλήν, σπιλώνοντας πρόσωπα καὶ ἀγῶνες ὑπὲρ
Πίστεως καὶ Πατρίδος καί οἱ ὁποῖοι ἀσεβοῦν στὰ ἱερὰ κόκκαλα τῶν ἡρώων καὶ τῶν
μαρτύρων μας, καί ἀμφισβητοῦν τήν προσφορρά καί τήν θυσία τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε’
προβάλλομε, ἒτι πλέον, τούς ἀπὸ ψυχῆς στίχους, τοῦ ἐθνικοῦ μας ποιητοῦ,
Διονυσίου Σολωμοῦ.
«Ὅλοι κλαῦστε. Ἀποθαμένος
ὁ ἀρχηγὸς τῆς Ἐκκλησιᾶς
κλαῦστε, κλαῦστε
κρεμασμένος
ὡσὰν νάτανε φονιάς.
Ἔχει ὁλάνοικτο τὸ στόμα
π’ ὧρες πρῶτα εἶχε γευθεῖ
τ’ Ἅγιον Αἷμα, τ’ Ἅγιον Σῶμα
λὲς πὼς θὲ νὰ ξαναβγῇ.
Ἡ κατάρα ποὺ εἶχε ἀφήσει
λίγο πρὶν νὰ ἀδικηθῇ
εἰς ὁποῖον δὲν πολεμήσει
καὶ ἠμπορεῖ νὰ πολεμῇ».
Ἀδελφοί μου, κάποτε τὶς αἴθουσες
τῶν Σχολείων μας, κοσμοῦσαν οἱ ἡρωϊκὲς μορφὲς τῶν μαρτύρων Πατριαρχῶν καὶ ἡρώων
τῆς Ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος.
Κάποτε ὅλα τὰ Ἑλληνόπουλα ἐγνώριζαν
ποιὸς ἦταν ὁ Γρηγόριος ὁ Ε’, ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς καὶ τόσοι ἄλλοι.
Κάποτε οἱ γονεῖς καὶ οἱ δάσκαλοι ἒπιαναν
τὰ παιδιὰ ἀπὸ τὸ χέρι καὶ τὰ ὁδηγοῦσαν στὶς λάρνακες τῶν Ἐθνομαρτύρων, τῶν ἱερῶν
καὶ ἁγίων σφαγίων τῆς ἀμωμήτου πίστεώς μας καὶ τῆς Ἐλευθερίας τῆς Πατρίδος μας.
Τὰ ὁδηγοῦσαν στοὺς Ἀνδριάντες, τοὺς διάβαζαν καὶ τοὺς ἐξηγοῦσαν τὰ ἐπιγράμματα.
Κάποτε οἱ μαθητὲς ἔμπαιναν στόν
Μητροπολιτικό Ναό Ἀθηνῶν καὶ προσκυνοῦσαν τὴν λάρνακα ποὺ φυλάσσει τὰ Λείψανα
τοῦ Γρηγορίου τοῦ Ε’ καὶ ἐπεσκέπτοντο προσκυνηματικῶς τὴν ἁγία Λαύρα, τὸν τόπο
καί τό λίκνο τῆς ἐλευθερίας καὶ ἔβλεπαν τὸ τρυπημένο ἀπὸ τὸ τουρκικὸ βόλι
λάβαρο, ἀλλὰ καὶ τὰ ἄμφια ποὺ φοροῦσε ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς ὃταν τὸ ὕψωσε
φωνάζοντας, Ἐλευθερία ἢ Θάνατος.
Τώρα, λοιπόν, ποὺ ἐφθάσαμε στὸ ἔσχατο
σημεῖο τῆς καθόδου μας, τώρα ποὺ ἡ χώρα μας, ὁ τόπος μας εὑρίσκεται σὲ κῶμα, ἐὰν
θέλωμε τούτη τὴν ἔσχατη ὥρα, νὰ σώσωμε ὅ,τι ἀπέμεινε ὂρθιο ἀπὸ τὸν χρόνο καὶ τὴν
λήθη καὶ τὴν ἀγνώμονα συμπεριφορὰ καὶ τὴν ἄρνηση, ἂς ἑνώσωμε τὶς δυνάμεις μας, ὅσοι
ἀπομείναμε λάτρεις αὐτοῦ τοῦ αἱματοβαμμένου τόπου καὶ ἂς ἀγωνιστοῦμε
προκειμένου νὰ κρατήσωμε τὴν λαμπάδα ἄσβεστη, νὰ φυλάξωμε τὸν τόπο, ὅπως λένε οἱ
μοναχοὶ στὸ Ἅγιον Ὅρος, ὥστε αὐτὴ ἡ Πατρίδα καὶ τὰ παιδιὰ της, νὰ ἔχουν
συνέχεια, ἐπάξια τῆς λαμπρᾶς ἱστορίας καὶ τῆς μαρτυρικῆς πορείας τοῦ Γένους
μας.
Τὸ χρωστᾶμε στὸν Γρηγόριο τὸν Ε’.
Τὸ χρωτᾶμε στοὺς ἁγίους καὶ
μάρτυρες προγόνους μας.
Τὸ χρωστᾶμε σὲ ἐμᾶς τοὺς ἴδιους.
Τὸ χρωστᾶμε στὰ παιδιά μας.
Εἰ’ δ’ ἄλλως, θὰ παραδοθοῦμε στὴν
κρίση τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ ἀπολαύσωμε τῆς δικαίας τιμωρίας, ἀλλὰ καὶ στὴν ἀναπόφευκτη
δίκη τῶν παιδιῶν μας προκειμένου νά πληρωθοῦμε μέ τήν ἀποστροφή τους γιὰ τὰ
συντρίμια ποὺ θὰ τοὺς παραδώσωμε.
Συνετή καί φρονηματιστική ἡ
κατάληξις τοῦ λόγου τοῦ Ἀρχιμανδρίτου καί Πανεπιστημιακοῦ Καθηγητοῦ Νικηφόρου
Καλογερᾶ, μετέπειτα Ἀρχιεπισκόπου Πατρῶν, πρός τόν Πατριάρχη Γρηγόριο τόν Ε’:
«...Μένε πρός καιρόν παρ’ ἡμῖν
καί νουθέτει ἡμᾶς καί παρηγόρει ἐν ταῖς θλίψεσι καί παραμυθοῦ ἐν ταῖς
περιστάσεσιν, ἀλλά καί ἐπιτίμα καί ἒλεγχε ἡμᾶς πταίοντας διά τῆς μυριοφθόγγου
Πατριαρχικῆς σου φωνῆς, ἣτις ἐξέρχεται διαπρύσιος ἐκ τῆς σιγώσης ταύτης
λάρνακος τῶν σεπτῶν σου λειψάνων...Ὑπομίμνησκε Παναγιώτατε Πατριάρχα, καί ἰδιώτας
καί ἂρχοντας καί πλουσίους καί πένητας καί ἀμαθεῖς καί σοφούς καί μικρούς καί
μεγάλους τάς συμφοράς τάς πολλάς καί δεινάς, τούς παντοίους κινδύνους, τά ἀπερίγραπτα
μαρτύρια καί τους φονικωτάτους θανάτους, εἰς οὓς ὑπέκυψεν ἡ καθόλου Πατρίς, ὃπως
καταστήσῃ αὐτόνομον καί ἐλευθέραν τήν σμικράν ταύτην τῆς Ἑλλάδος γωνίαν καί
δεικνύων αὐτοῖς ἐκ τῆς στήλης, ἐφ’ ἧς, μετ’ ὁλίγον ὁ ἀνδριάς σου τεθήσεται, τάς
πυρποληθείσας πόλεις, τάς ἐρημωθείσας χώρας, τούς βεβηλωθέντας Ναούς καί τόν
στενάζοντα ἒτι ὑπό τόν σιδηροῦν ζυγόν χριστιανικόν λαόν παρότρυτον εἰς τήν ἀρετήν
καί τήν εὐσέβειαν...»
Ἀλλ’ ἀδελφοί, ἡ ἐλπὶς οὐκ ἐξέλιπε.
Θά σώσῃ καί πάλι ὁ Θεὸς τὴν Ἑλλάδα
διὰ πρεσβειῶν τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ καὶ τοῦ σήμερον λαμπρῶς τιμωμένου ἐνδόξου
Ἁγίου Ἐθνοϊερομάρτυρος Γρηγορίου τοῦ Ε’, Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως. Ἀμήν.
πηγή: http://anastasiosk.blogspot.gr/2017/04/blog-post_159.html